"Αφέντης τώρα στη Μικρασία δεν ήταν μόνο ο Τούρκος ήταν και ο Γερμανός. Ο Γερμανός ήταν ο νους κι ο Τούρκος το χέρι. Ο ένας σκάρωνε τα σκέδια κι ο άλλος τα εκτελούσε. Στη Σμύρνη κόπιασε ένας Γερμανός πασάς, στεγνός κι άκαρδος, με την πρώσικη στολή και το σουλούπι του κατακτητή, Λίμαν φον Στάντερς τόνε λέγανε.
Ο μητροπολίτης της Σμύρνης, ο Χρυσόστομος, συμβούλευε: " Να απολυμαίνετε το στόμα σας σαν τον ονομάζετε..."
Δεν είχε έλεος και οίκτο τούτος ο κακός δαίμονας της Μικρασίας. Μαζί του δε χώραγε -όπως με τον Τούρκο- κουβέντα, αίτημα, μπαξίσι. Τούτος ήταν σταλμένος με το ψυχρό σκέδιο να μας εξοντώσει, για να μας αρπάξει το χρυσόμμαλο δέρας.
Στην ουσία, η Τουρκιά ήταν τώρα μια γερμανική αποικία....Πρόβες θηριωδίας είχανε γίνει πριν κηρυχτεί ο πόλεμος του '14 στις Φωκιές, στ' Αϊβαλί κι αλλού.
Μα έτσι και βγήκε η Τουρκιά στο πλευρό της Γερμανίας, άρχισε συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου που κατοικούσε στα παράλια. Διαταγή είχε δοθεί μέσα σε ώρες οι χριστιανοί να ξεσηκώνονται, να παίρνουν τις οικογένειες τους και να πορεύονται για το εσωτερικό της Τουρκιάς. Ρουθούνι ρωμαίικο δεν έπρεπε να μείνει στα παράλια!
- Γιατί; Γιατί; ρωτούσαν οι άνθρωποι. Τι φταίμε μείς;
-Φταίτε! Γιατί όταν νικάει η Αντάντ γελούν τα μάτια σας!
Σήκωναν οι
μάνες τα μωρά τους απ' τις κούνιες, σήκωναν τους γέροντες και τους άρρωστους.
Φορτώνονταν οι άντρες τους μπόγους. Παρατούσανε δουλειές, βιός, σπίτια ξεκλείδωτα
και ξεκινούσαν ομαδικά για τις ανεμοδαρμένες στράτες της Ανατολής. Με χιόνια σ'
απάτητα βουνά και σε φαράγγια, με κάψες στην έρημο, εκατοντάδες χιλιάδες
Έλληνες και Αρμεναίοι άφησαν στους δρόμους τα κόκαλά τους..."
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, εκδόσεις Κέδρος, σελ.99,100,101.
"Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί
μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. Θα μπορούσε να μας ενώσει η κοινή μοίρα, μα
το κράτος πρόβλεψε, τους χαριζότανε, φτάνει να ξεκάνουνε
χριστιανούς, όσο μπορούν περσότερους. Έτσι, για ένα τσιγάρο, ένα γρόσι, μια
μπουκιά, οι Τούρκοι κατσάκηδες σε ξέκαναν στο άψε σβήσε, όπου κι αν σ'
αντάμωναν κι όποιος κι αν ήσουνα"(ό.πρ. σελ.108).
"Στις 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1916 έφυγα ξανά για την Άγκυρα. Το τάγμα μου, το Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού, βρισκόταν στο χωριό Γιαβσάν, κοντά στον Ερυθρό ποταμό. Η...τελετή της υποδοχής, αυτή τη φορά, ήτανε διαφορετική. Είχανε στήσει τρεις αγχόνες, τρια παλικάρια ήταν εκεί κρεμασμένα μέρες, με μια πινακίδα στο στήθος: "Είμαι λιποτάχτης!"(ό.πρ. σελ.147).
"Στο
τάγμα μας είχαμε ένα χωρικό απ' το Κεστίν Μαντέν που τον λέγανε Χασάν Ογλού
Γρηγόριο. Αυτός μας μιλούσε συχνά για κρυφοχριστιανούς. Στα μέρη τους, έλεγε,
πολλά χωριά είχαν εξισλαμιστεί με τη βία απ' τα παλιά τα χρόνια. Μέχρι και
γλώσσες κόβανε για να πάψουνε οι Ρωμιοί να μιλούνε τα ελληνικά. Οι άνθρωποι
πήραν όλοι τουρκικά ονόματα, όμως η καρδιά τους δεν άλλαξε. Διατηρούσανε κρυφά
εκκλησιές και σκολειά. Σαν έγινε το Σύνταγμα, στα 1909, πιστέψανε στα όσα
υπόσχονταν οι Νεότουρκοι για ελευθερίες και φανερωθήκανε"(όπ. πρ.σελ.155).
"Θα βρείτε και μερικές ψυχρές στατιστικές, άλλες λένε πως τα θύματα φτάνουνε το εκατομμύριο, άλλες πως το ξεπερνούνε, κι άλλες πως μαζί με τους δικούς μας τους Ρωμιούς αγγίζουνε το ενάμισι. Μην παραμελήστε να ψάξτε και για τους αίτιους, γιατί αυτό το σημείο είναι πάντα μπερδεμένο. Υπεύθυνοι δεν είναι μονάχα οι Τούρκοι. Οι συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί, που κρατούσανε στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής, έπρεπε να φύγουν απ' τη μέση, γιατί' τανε εμπόδιο για το γερμανικό επεκτατισμό κι αργότερα για τους κεφαλαιούχους που στέκοντανε πίσω απ' την Αντάντ"(ό. πρ. σελ.183).
"Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που
κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει.
Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της
πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!-Τσέτες- Μας σφάζουνε!-Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να' ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοππατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
-Βουρ, κεραταλαρ!(Χτυπάτε τους τους κερατάδες!)
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία
ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να
φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις
γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε
ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε
ζωντανούς τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις
εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες
και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αϊ-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα,
το τουρκικό μαχαίρι θερίζει.
Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται
γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε
την πολιτεία ολόκληρη.Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε.
Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες,
θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε
στάχτη και καπνούς"(όπ. πρ. σελ.354,355).
Η Διδώ Σωτηρίου
Προσκυνητήςς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου