Η πιο ενδιαφέρουσα ανάγνωση της πρόσφατης τραπεζικής αναταραχής επικεντρώνεται στην πλήρη αυτονόμηση του τραπεζικού συστήματος από την πραγματική οικονομία και στην εγγενή αστάθεια του τραπεζικού τομέα.
Οι τράπεζες, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, αντί να υπηρετούν την πραγματική οικονομία, χρηματοδοτούν κυρίως κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Το χρήμα παράγει χρήμα, χωρίς να επενδύεται παραγωγικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φούσκες, που κάποια στιγμή σπάνε, και τότε καλείται το κράτος και οι φορολογούμενοι να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα». Τα κέρδη είναι ιδιωτικά, οι ζημιές αναλαμβάνονται από το κράτος. «Καπιταλισμός στα κέρδη, σοσιαλισμός στις ζημιές».
Η παραπάνω προσέγγιση, αν και δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, παρουσιάζει κάποια αξιοσημείωτα κενά. Η αυτονόμηση του τραπεζικού συστήματος, καταρχήν, δεν είναι πλήρης. Ο τραπεζικός τομέας δεν μπορεί να «απελευθερωθεί» εντελώς από τις οικονομικές πραγματικότητες και γι αυτό ακριβώς τα πράγματα οδηγούνται σε συνέχεις κρίσεις που απαιτούν ολοένα και μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση.
Η πιο βασική μακροοικονομική ανισορροπία που γεννά τα προβλήματα σχετίζεται με τα γιγαντιαία εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών. Η χώρα αυτή καταναλώνει πολύ περισσότερα αγαθά από αυτά που παράγει και καλύπτει την διαφορά πουλώντας στους προμηθευτές της μετοχές, ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και ακίνητα. Αυξάνεται έτσι το εξωτερικό χρέος της χώρας. Μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών πολιτικών μεγάλωσε νομίζοντας ότι οι συνέπειες της διόγκωσης του χρέους είναι περιορισμένες.
Η πεποίθηση ότι οι παραπάνω ανισορροπίες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία είχε κάποια βάση μέχρι να αρχίσουν να αυξάνονται οι τιμές των αγαθών και να εκτινάσσεται ο πληθωρισμός. Οι πληθωριστικές πιέσεις δεν συνδέονται μόνον και κυρίως με την αύξηση της κατανάλωσης που προκάλεσαν τα πακέτα τόνωσης της οικονομίας για την αντιμετώπιση των απανωτών κρίσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας (κρίση του 2008, πανδημία, ενεργειακή κρίση). Συνδέονται κυρίως με την διάσπαση των εφοδιαστικών αλυσίδων και τον κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς που επέφεραν τα λοκντάουν στην διάρκεια της πανδημίας καθώς και η επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, όπως και ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος εναντίον της Κίνας.
Σήμερα η προσαρμογή στο νέο μακροοικονομικό περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων και των έντονων πληθωριστικών πιέσεων είναι δύσκολη. Αν οι αρχές επιμείνουν στην αύξηση των επιτοκίων με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, η πιθανότητα χρεωκοπίας και άλλων τραπεζών και ύφεσης της οικονομίας αυξάνεται. Αν πάλι επιλέξουν να χαλαρώσουν την νομισματική τους πολιτική, σταθεροποιώντας ή και μειώνοντας από ένα σημείο και πέρα τα επιτόκια, τότε ο τραπεζικός τομέας θα αντιμετωπίσει μια διαφορετικού είδους πρόκληση. Καθώς θα παύσουν οι προσπάθειες ελέγχου του πληθωρισμού, δεν θα αυξηθεί μόνον το κόστος ζωής των λαϊκών τάξεων, αλλά θα αρχίσουν να διαβρώνονται μέσω του επιμένοντος πληθωρισμού και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία των εχόντων και να μειώνεται η πραγματική αξία των πιστώσεων που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες. Το τραπεζικό σύστημα μοιάζει να έχει να επιλέξει ανάμεσα σε ένα απότομο κραχ και σε μια αργή και βασανιστική διαδικασία υπονόμευσης της θέσης του.
Είναι αλήθεια ότι μετά την πρόσφατη τραπεζική αναταραχή έχει αποκατασταθεί μια κάποια ομαλότητα στις διεθνείς αγορές. Τα προβλήματα όμως παραμένουν απειλητικά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά τις οικονομικές εξελίξεις. Μια κρίσιμη παράμετρος από την οποία θα εξαρτηθούν πολλά είναι αν και κατά πόσον θα συνεχίσει η αύξηση των μισθών να υπολείπεται αρκετά της αύξησης των τιμών των αγαθών. Σε μια τέτοια περίπτωση ο πληθωρισμός θα είναι αντιμετωπίσιμος.
Πολύ σημαντική είναι, όμως, και μια άλλη παράμετρος, μια διάσταση του προβλήματος που συνδέεται με την ενεργειακή κρίση. Η ωμή και βίαιη αποσύνδεση των ενεργειακών αγορών της Ευρώπης από την Ρωσία, λόγω της επιβολής διαδοχικών κυρώσεων στην τελευταία, ρίχνει νερό στον μύλο του πληθωρισμού. Εάν η ακρίβεια επιμείνει και αυξηθεί δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι ευρωπαϊκοί λαοί να αρχίσουν να κάνουν δεύτερες σκέψεις για την αναγκαιότητα των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας καθώς και για την πάση θυσία παράταση του πολέμου στην Ουκρανία.
Μια πρόσθετη, τέλος, απειλή για το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα είναι και η συνεχής μείωση της χρήσης του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει ήδη συνάψει συμφωνίες με 25 χώρες για εμπορικές συναλλαγές που παρακάμπτουν το δολάριο, με τελευταία αυτήν με την Βραζιλία, αυτόν τον γίγαντα της Λατινικής Αμερικής. Αν η διαδικασία αυτή συνεχισθεί και συρρικνωθεί και η ροή πετροδολαρίων προς την Γουώλ Στρητ, τότε τα μαντάτα για το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα θα είναι πολύ άσχημα.
του Ευάγγελου Κοροβίνη
ΑΒΕΡΩΦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου