Ὅταν τελείωσε ὁ Α΄ Βαλκανικὸς Πόλεμος (ἄνοιξη τοῦ 1913) μὲ τὴν συντριπτικὴ ἥττα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἠπείρου περιῆλθε ὑπὸ Ἑλληνικὴ Διοίκηση.
Δὲν
εἶχε φτάσει ἀκόμη στὰ πλευρὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τὸ ὕπουλο μαχαίρι- «ἀπόφαση» τοῦ
Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913).
Τὴν περιοχὴ θὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μάιο τοῦ 1913 ὁ
Διάδοχος τοῦ Ἑλληνικοῦ θρόνου Γεώργιος, ὁ μετέπειτα Βασιλιὰς τοῦ Ἔπους τοῦ
1940.
Ἡ παρουσία τοῦ Διαδόχου Γεωργίου , ποὺ τὸ 1940
θὰ συνδεθεῖ πάλι μὲ τὴν Βόρειο Ἤπειρο μὲ
τὸ ἡρωικὸ ΟΧΙ, θὰ ἀποτελέσει ἕνα βάλσαμο παρηγοριᾶς γιὰ τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνες. Στὸ
πρόσωπό του θὰ δοῦνε τὴν μητέρα Ἑλλάδα ποὺ
θὰ προσπαθήσει νὰ φέρει κοντὰ της τοὺς ταλαίπωρους Ἑλληνικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους
πληθυσμούς.
Τὴν
πορεία τοῦ Γεωργίου καὶ τὴν ὑποδοχή του ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνες θὰ καταγράψει ὁ
Γάλλος δημοσιογράφος Ρενὲ Πυῶ, ποὺ θὰ περιλάβει στὸ θρυλικό του βιβλίο
«Δυστυχισμένη Βόρειος Ἤπειρος» (μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Α. Λαζάρου, στὶς ἐκδόσεις
Τροχαλία).
Ὁ Πυῶ θὰ εἶναι αὐτόπτης μάρτυρας τῶν
συγκινητικῶν ὑποδοχῶν τοῦ Ἕλληνος Διαδόχου σὲ Λεσκοβίκι καὶ Πρεμετή, γιὰ νὰ
καταλήξει καὶ στὴν Κορυτσά. Ὅπως περιγράφει καὶ ὁ ἴδιος, οἱ ἐκεῖ πληθυσμοὶ θὰ ἀνοίξουν
τὴν καρδιά τους γιὰ τὸν ὑψηλὸ καλεσμένο τῆς Πατρίδος, ποὺ θὰ ἐκπροσωπεῖ στὸ
πρόσωπό του τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποία ὀνειρεύονταν στά ἀτελείωτα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς.
Κληρικοὶ
καὶ δάσκαλοι μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς θὰ περιμένουν τὴν ἄφιξή του καὶ μὲ ἑλληνικὲς
σημαῖες στὰ χέρια θὰ διαδηλώσουν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ γίνει πράξη ἐπιτέλους τὸ ὅραμα
τόσων σκλαβωμένων γενεῶν.
Στὶς
17 Μαΐου 1913 ὁ Διάδοχος Γεώργιος ἔφτασε στὴν Κορυτσά. Πλῆθος λαοῦ (ἀκόμη καὶ οἱ
μουσουλμάνοι τῆς πόλεως) διαδηλώνουν ἐνώπιόν του τὴν ἐπιθυμία τους νὰ γίνει καὶ
ἡ πόλη αὐτὴ τμῆμα τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, παρὰ τὰ ὅσα τότε σχεδίαζαν (καὶ
διέπραξαν) οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς.
Σὲ
ἕνα σημεῖο ὁ Ρενὲ Πυῶ ἀναφέρεται στὶς ἐντυπώσεις τοῦ Διαδόχου, ὅπως τὶς
διατύπωσε τὴν ἑπομένη πρὸς αὐτόν. «Σὲ μία διακοπὴ τῆς παρέλασης ὁ Διάδοχος μοῦ
διηγεῖται τὶς ἐντυπώσεις του: «Εἶναι κρίμα, μοῦ εἶπε, ποὺ δὲν μπορέσατε νὰ εἶστε
ἐδῶ χθές! Οἱ ἐκδηλώσεις πρὸς τιμήν μου θὰ σᾶς ἔπειθαν ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ ἀπόψε,
ἂν εἶναι δυνατόν, γιὰ τὰ αἰσθήματα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ πρὸς τὴν πατρίδα μου, ἡ ὁποία
στὴν πραγματικότητα εἶναι καὶ δική τους. Στὸ πέρασμά μου ἄφηναν πρὸς τὸν οὐρανὸ
περιστέρια νὰ πετάξουν, ἄνθρωποι ἔπεφταν νὰ μοῦ φιλήσουν τὰ πόδια. Ποτὲ μέχρι
τώρα δὲν ἔζησα πιὸ δυνατὴ συγκίνηση. Γιὰ ὧρες δεχόμουν ἐπιτροπὲς ἀπ’ ὅλα τὰ χωριὰ
τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν κατέλαβε ὁ Ἑλληνικὸς στρατός. Μὲ παρακαλοῦσαν
νὰ στείλω στρατεύματα ὡς ἐγγύηση ὅτι δὲν θὰ προσαρτηθοῦν στὴν Ἀλβανία».»
Αὐτὲς
τὶς ἐντυπώσεις θὰ μεταφέρει ὁ Ρενὲ Πυῶ στὸν παρισινὸ «Χρόνο», τονίζοντας τὴν
μεγάλη θέληση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς. Μία θέληση ποὺ θὰ ἀγνοήσουν ἐπιδεικτικὰ οἱ Ἰσχυροί τῆς ἐποχῆς, καταδικάζοντας τὴν
περιοχὴ σὲ νέα
Γεώργιος Διον. Κουρκούτας • Φιλόλογος-
συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου