Ο όρος αυτός αναφέρεται στο Χαλασμό που έγινε στα χωριά της Χερσονήσου της Κασσάνδρας από τους Τούρκους το 1821. Η λέξη Χαλασμός περιγράφει στην κυριολεξία τα τραγικά γεγονότα που συνέβηκαν τότε στην Κασσάνδρα και για το λόγο αυτό καθιερώθηκε από την παράδοση και δεν αλλοιώθηκε από την ιστορία.
Για παρόμοια νεότερα γεγονότα χρησιμοποιήθηκε ο όρος ολοκαύτωμα. Ο Χαλασμός της Κασσάνδρας (λέγεται και μεγάλος Χαλασμός) σημαίνει την ανελέητη σφαγή των κατοίκων της Κασσάνδρας, την κλοπή και την αρπαγή των περιουσιών τους, τον εξανδραποδισμό μεγάλου αριθμού γυναικών και νεαρών παιδιών, την πυρπόληση εκκλησιών, το κάψιμο των σπιτιών και τη λεηλασία και την καταστροφή όλων των μετοχιών της χερσονήσου.
Τα άγρια ένστικτα και η καταστροφική μανία του εχθρού εκδηλώθηκαν ύστερα από την ήττα των λίγων Ηρωικών Κασσανδρινών, που πάνω από πέντε μήνες αμύνονταν σθεναρά στον ισθμό της σημερινής Ποτίδαιας. Εκεί, πίσω από τα κατάλοιπα των τειχών της αρχαίας Ποτίδαιας, οχυρώθηκαν 300-400 Κασσανδρινοί αγωνιστές και ως άλλοι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν τα στενά σε Θερμοπύλες και πολέμησαν για του Χριστού την πίστη την αγία και την ελευθερία. Είχαν λίγα μέσα στη διάθεσή τους και ελάχιστη βοήθεια από την υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα και όμως το ηθικό τους παρέμεινε ακμαίο ως την τελευταία στιγμή και δεν θα έχαναν τον αγώνα, αν ο εχθρός δεν κατάφερνε να τους περικυκλώσει, περνώντας πίσω από τη γραμμή της άμυνάς τους, χρησιμοποιώντας το στενότερο και αβαθέστερο σημείο του θαλάσσιου περάσματος, ίσως μετά από προδοτική ενέργεια.
Το θαλάσσιο αυτό πέρασμα ένωνε το Θερμαϊκό κόλπο με τον Τορωναίο κόλπο. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μεγάλο χαντάκι που το έσκαψαν με τα ίδια τους τα χέρια οι Κασσανδρινοί μαχητές λίγες μέρες ύστερα από την μάχη των Βασιλικών, (στις δεκατρείς Ιουνίου του 1821), όπου νικήθηκαν οι Χαλκιδικιώτες που είχαν επαναστατήσει από τις 17 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Στην μάχη εκείνη έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά ο Καπετάν Χάψας (ως άλλος Λεωνίδας ή Αθ, Διάκος) και τα παλικάρια του. Ύστερα από αυτό οι μαχητές που διασώθηκαν, όπως και πλήθος από γυναικόπαιδα υποχώρησαν και πήγαν στην Κασσάνδρα. Οι πρόκριτοι και οι καπεταναίοι (οι Ιωάννης Χατζηχριστοδούλου, ο Αναγνώστης Γεωργίου, ο Δ. Ιωάννου, ο Μιχαλάκης, ο καπ. Μανώλης Ιωάννου, ο καπ. Γ. Καμπούρης, ο καπ.Ι. Γεωργίου, ο καπ. Κ. Καρατάσιος, ο καπ. Αθ. Κάψας, και άλλοι) προέβλεψαν πως ο Μπαϊράμ πασάς με το πολυάριθμο ασκέρι του θα επιτίθονταν και στην Κασσάνδρα. Και για το λόγο αυτό έσκαψαν το χαντάκι για να αποτελέσει ένα σοβαρό εμπόδιο στις επιθέσεις του εχθρού. Η αργοπορία των Τούρκων, οι οποίοι ασχολήθηκαν για κάμποσες μέρες με τις λεηλασίες, τους διωγμούς και τις πυρπολήσεις όλων των χωριών της Χαλκιδικής, τους έδωσε το χρόνο να προφτάσουν να ανοίξουν το χαντάκι, όπως το είχαν σχεδιάσει και αποφασίσει.
Πράγματι εκεί αντιμετώπισαν με μεγάλη γενναιότητα και αυταπάρνηση όλες τις επιθέσεις του εχθρού και άντεξαν έως τις δεκατέσσερις του Νοεμβρίου, οπότε έπεσε απέναντι στα πολυάριθμα και άγρια στίφη του εχθρού. Η παράδοση έχει διασώσει την μεγαλειώδη αντοχή των αγωνιστών και την τεράστια δυσκολία που συνάντησε εκεί ο εχθρός με το Δημώδες που λέει:
Ιφτά πασάδις πολιμούν την έρμη την Κασσάνδρα.
Κανένας δεν την πάτισι, κανένας δεν την πήρι.
Λουμπούτ πασάς την πάτησι, Λουμπούτ πασάς την πήρι…
Πράγματι, είχε λυσσάξει ο Σουλτάνος με την σθεναρή, την απίστευτη αντοχή των Κασσανδρινών αγωνιστών και άλλαζε τον έναν πασά του ύστερα από τον άλλον, ώσπου να πετύχει την πτώση της αντίστασής τους. Το πέτυχε με τον αιμοσταγή Μεχμετ Εμιν ή Εμπού Λουμπούτ πασά.
Η μέρα της ήττας εκείνης, η δεκάτη Τετάρτη Νοεμβρίου, ύστερα από επίμονες ενέργειες των σύγχρονων Χαλκιδικιωτών, καθιερώθηκε ως τοπική εθνική γιορτή ολόκληρης της Κασσάνδρας. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στην Ποτίδαια. Η μέρα αυτή όμως δεν είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στην πτώση της αντίστασης και την ήττα των ηρωικών αγωνιστών στις Πόρτες, κυρίως είναι αφιερωμένη στο Χαλασμό της Κασσάνδρας που ακολούθησε.
Ο Λουμπουτ πασάς, ύστερα από τη δύσκολη, αγωνιώδη και με μεγάλες απώλειες νίκη του, άφησε ανεξέλεγκτο, όπως το είχε υποσχεθεί, το άγριο ασκέρι του να κλέβει, να λεηλατεί, να σκοτώνει και να καίει τα σπίτια των χριστιανών. Μεγάλες μάχες και σφαγές έλαβαν χώρα στο χωριό Πίνακας, σε τοποθεσίες γύρω από τη Βάλτα (στην Πάνω χώρα και τα Φλωραίηκα), στα Παζαράκια και στις παραλίες, Σωλήνα, Ποσείδι και Χρούσω, όπου πανικόβλητο είχε τρέξει το πλήθος να προφτάσει να μπει στα ελάχιστα πλοία για να σωθεί. Και η παράδοση λέει:
Τ’ έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις,
μην εδιψάς για αίματα, μην εδιψάς για λάσια;
Πέρασε απ’ τα Κύψελα κι απ’ την Απάνω Χώρα
και σύρε στο Παλαίκαστρο.
Εκεί ‘ναι τα αίματα, εκεί ‘ναι και τα λάσια.
Και το άλλο:
Κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσω της Παλλήνης,
κακό μεγάλο έγινε, καταστροφή μεγάλη,
κλαίγαν μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Ασφαλώς δεν διασώθηκαν μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, που δεν χωρούν στον περιορισμένο αυτό χώρο.
Δεκατρία χωριά και δεκαέξι μετόχια λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια κάηκαν ολοσχερώς. Ο εχθρός όπου εύρισκε ζωντανούς τους σκότωνε, αν ήταν άρρωστοι και υπερήλικες, αν όμως ήταν νέοι ή νέες τους αιχμαλώτιζε. Δεν σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες.
Έκαψαν την εκκλησία, της Βάλτας, της Καλάνδρας και του Πολύχρονου μαζί με τους κατοίκους των χωριών, που είχαν μπει στην εκκλησία, ελπίζοντας να σωθούν. Όσοι κάτοικοι σώθηκαν πήγαν στο Άγιο Όρος, στα νησιά των Βόρειων Σποράδων, στην Εύβοια και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Το ολοκαύτωμα είχε ολοκληρωθεί. Για μήνες καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό της από τα καμένα, ως θυμίαμα για τη θυσία των κατοίκων της, και για χρόνια τα μόνα ζωντανά που υπήρχαν εκεί ήταν τα κοράκια, οι σαύρες και τα φίδια. Η όμορφη και εύφορη Κασσάνδρα έμεινε ακαλλιέργητη και έρημη για έξι περίπου χρόνια. Τότε ο Σουλτάνος, για να μπορεί να εισπράττει πάλι φόρους, επέτρεψε με φιρμάνι (που υπέγραψε στις 25 Ιουλίου 1827) να επιστρέψουν οι κάτοικοί της και να καλλιεργούν πάλι τα χωράφια τους.
Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο Μεγάλος Χαλασμός της Κασσάνδρας το 1821. Η αντίσταση των Κασσανδρινών και γενικά η επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε απασχολήσει τον τουρκικό στρατό στη Βόρεια Ελλάδα για έξι μήνες και είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της καθόδου του στην Νότια Ελλάδα, όπου είχε ανάψει για τα καλά η επανάσταση.
Δυστυχώς αυτή η μεγάλη προσφορά των Κασσανδρινών, δεν είχε ανάλογη αναγνώριση από την Ελληνική Ιστορία. Ακόμη και ιστορικά συγγράμματα που εκδίδονται στις μέρες μας δεν αναφέρονται σ’ αυτή τη μεγάλη θυσία και προσφορά των προγόνων μας, ενώ αναφέρουν και εμείς βέβαια αναγνωρίζουμε, τις θυσίες των Ελλήνων στα Ψαρά, στη Χίο, στην Κάσο, στο Σούλι, στο Μεσολόγγι και σε ολόκληρη την επαναστατημένη Ελλάδα. Δεν ήταν ισάξια προς τις θυσίες εκείνων, η θυσία των Κασσανδρινών;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΡΟΥΚΟΥΜΟΥΚΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου