Εισαγωγή
Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία εισήλθε επίσημα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δείχνοντας εξ αρχής τις απειλητικές της διαθέσεις, καθώς κατηγορούσε την Ελλάδα για δήθεν προσφορά βοήθειας στους αντιπάλους της, κλιμάκωσε τις ενέργειές της και μετέφερε ισχυρές δυνάμεις προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ενίσχυσε τους μεθοριακούς σχηματισμούς της εν αναμονή της επικείμενης ιταλικής εισβολής. Μετά από σωρεία σοβαρών πολιτικοστρατιωτικών προκλήσεων την 28η Οκτωβρίου 1940, μετά την άρνηση της Ελληνικής Κυβέρνησης να αποδεχθεί την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στην επικράτειά της, η φασιστική Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Η ελληνοϊταλική σύρραξη που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Α΄ Περίοδος (28 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου 1940), η οποία περιλαμβάνει την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης στην Ήπειρο, όπου ο ελληνικός στρατός βρέθηκε σε θέση άμυνας και δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας, απέκρουσε την ιταλική προέλαση.
Β΄ Περίοδος (14 Νοεμβρίου 1940-6 Ιανουαρίου 1941), κατά την οποία διεξήχθη η αντεπίθεση και η προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα στο έδαφος της Αλβανίας στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου, τις οποίες και κατέλαβε.
Γ΄ Περίοδος (7 Ιανουαρίου-26 Μαρτίου 1941), η οποία περιλαμβάνει τις επιθετικές επιχειρήσεις του Β΄ Σώματος Στρατού (Β΄ΣΣ) στην κατεύθυνση Κλεισούρα-Βεράτι με σκοπό την ανακατάληψη της Κλεισούρας, καθώς και της μεγάλης σε έκταση Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών, η οποία τελικά δεν απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα για τις ιταλικές δυνάμεις.
Στο πλαίσιο της εαρινής ιταλικής επίθεσης κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία περιλαμβάνεται και η μάχη που έλαβε χώρα στο Ύψωμα 731, μια μάχη ιδιαίτερης σημασίας τόσο για την τελική έκβαση της της ιταλικής επίθεσης, όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες μαχητές κατά τη διεξαγωγή της.
Προετοιμασία αντίπαλων δυνάμεων κατά την Γ΄ φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν ανησυχίες στην ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) να αντικαταστήσει τον στρατιωτικό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων της Αλβανίας, Στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu), με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Ο Μουσολίνι έφερε βαρέως την ήττα του στρατού του στην Αλβανία και αδημονούσε να καταγάγει και αυτός θεαματικές νίκες ώστε να ενισχυθεί το κύρος του.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941, το μέτωπο λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (ομίχλη, χιονοθύελλες δριμύ ψύχος) σταθεροποιήθηκε σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε στα βόρεια της Χειμάρρας. Ενώπιον λοιπόν του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί και για την αναπτέρωση του ηθικού του ιταλικού στρατού, ο Μουσολίνι προετοίμαζε εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις του για να επιφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες. Δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και μέσα πυρός, ενώ ο Μουσολίνι παράλληλα καλούσε όλη την ελίτ του φασιστικού κόμματος να καταταγεί στο στρατό προς επάνδρωση των δυνάμεων στο μέτωπο της Αλβανίας.
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μουσολίνι έφθασε στην Αλβανία προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά από κοντά τις επιχειρήσεις. Διέταξε λοιπόν την οργάνωση της μεγαλύτερης ως τότε επιχείρησης εναντίον των Ελλήνων με το όνομα “Primavera” «Άνοιξη», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών.
Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Στρατηγό Καβαλλέρο, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου 1941 στη ζώνη του Β΄ ΣΣ, μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου, σε ένα μέτωπο έξι χιλιομέτρων, με στόχο τη διάσπαση του μετώπου από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι, αποσκοπώντας στη διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Την κύρια προσπάθεια είχε αναλάβει το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara) αποτελούμενο από 4 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο εφεδρείες. Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ΣΣ με έξι μεραρχίες Πεζικού. Η επίθεση θα στρεφόταν στον τομέα της I Ελληνικής Μεραρχίας Πεζικού, μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι που πολεμούσε αδιαλείπτως με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό.
Η εξέλιξη της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών και ο αγώνας για το Ύψωμα 731
Στις 06:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Υπήρξε σφοδρότατος βομβαρδισμός σε όλο το μέτωπο του Β΄ΣΣ. Ιδιαίτερα στον τομέα της Ι Μεραρχίας, όπου ο ιταλικός στρατός κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για τη δημιουργία ρήγματος, υπήρξε ορυμαγδός εκρήξεων βλημάτων του εχθρικού πυροβολικού, η προπαρασκευή του οποίου διήρκησε δυόμιση ώρες. Μαζί τους επιχειρούσαν και σχηματισμοί ιταλικών αεροσκαφών που βομβάρδιζαν συνεχώς τις ελληνικές θέσεις της πρώτης γραμμής και τα μετόπισθεν. Η δέσμη πυρών που συγκεντρώθηκε στα Υψώματα 717 και 731, καθώς και οι ακόλουθες αλλεπάλληλες επιθέσεις, δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όμως η γραμμή αντίστασης των Ελλήνων βαλλόταν κυριολεκτικά σε όλο το εύρος της. Ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων επικοινωνίας. Με νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατέλαβαν το ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακαταλήφθηκε ύστερα από ελληνική αντεπίθεση. Στις 14:00 και στις 16:50 εκδηλώθηκαν δύο επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε-Λουζίτ με σημαντικές απώλειες όμως των επιτιθέμενων ιταλικών τμημάτων.
Την 10η και 11η Μαρτίου, οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις προσπάθειές τους με την ίδια σφοδρότητα και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Την 12η Μαρτίου εκδηλώθηκε νυχτερινή, αυτή τη φορά, επίθεση των Ιταλών κατά του Υψώματος 731, η οποία αντιμετωπίστηκε με πυκνό φραγμό πυρών. Την 13η Μαρτίου, μέχρι το μεσημέρι, όλο το μέτωπο της Ι Μεραρχίας παρουσίαζε τη συνήθη δράση βομβαρδισμών πυροβολικού και όλμων. Στις 15:30 σημειώθηκε ακόμα μία προσπάθεια των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν το ύψωμα 731 και το Μπρέγκου Ραπίτ, ενώ την επιχείρηση κάλυπτε η ιταλική αεροπορία. Ο αγώνας διήρκησε ως το απόγευμα, οπότε και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την 14η Μαρτίου, προσπαθώντας οι Ιταλοί να καταλάβουν με κάθε μέσο το ύψωμα 731. Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σε όλο τον κεντρικό τομέα, η επιχείρηση όμως επικεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, το οποίο αποτέλεσε το κλειδί της όλης τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας αποτελώντας εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση της επιθετικής ενέργειας από Νότο προς Βορρά.
Κατά τη διάρκεια των ιταλικών επιθέσεων και των ελληνικών αντεπιθέσεων, ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού και φρίκης καταγράφηκαν στο ύψωμα 731 που το υπεράσπιζαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ο Έλληνας Αξιωματικός που σταμάτησε τους Ιταλούς επιδρομείς με σχέδιο και ανδρεία εκτινάσσοντας στα ύψη το φρόνημα των ανδρών του ήταν ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής του ΙΙ Τάγματος του Συντάγματος. Η διαταγή προς τους στρατιώτες του ήταν σαφής και δραματική: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσία μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεων μας». Οι Ιταλοί προχώρησαν κατά διαδοχικά κύματα με σκοπό να καταλάβουν οπωσδήποτε το ύψωμα 731, παρά τις απώλειές τους. Τα αμυνόμενα Ελληνικά Τμήματα αντέδρασαν με άμεση αντεπίθεση. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι εκρήξεις των πυρών πυροβολικού συνεχίστηκαν και η ιταλική αεροπορία έβαλε πανταχόθεν με αμείωτη σφοδρότητα. Ήταν η έβδομη επίθεση των Ιταλών στο ύψωμα 731 και τα ελληνικά όπλα εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν αναπτερώνοντας το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων.
Βαθμιαία χαλάρωση και διακοπή της Ιταλικής επίθεσης (16-26 Μαρτίου 1941)
Την 15η Μαρτίου μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλει κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά του Κιάφε Λουζίτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ανελέητος. Νέα επίθεση αποκρούστηκε στις 21:00 με χρήση χειροβομβίδων και άμεσων αντεπιθέσεων. Ήταν η έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, εξαιρετικά αποφασιστική, καθώς η πλήρης αναποτελεσματικότητα των επιθετικών ενεργειών τους έπεισε τελικά την ιταλική ηγεσία ότι και η επιχείρηση “Primavera” ως σχέδιο, απέτυχε παταγωδώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή επιχειρήσεων. Από τις 16 έως και τις 18 Μαρτίου, το μέτωπο του Β΄ΣΣ παρουσίαζε τη συνήθη προ της επιθέσεως δραστηριότητα. Μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, ξημέρωσε η 19η Μαρτίου 1941 και ως τότε οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το εχθρικό πυροβολικό και οι όλμοι ενέτειναν τα πυρά τους. Τίποτα δεν κατέστη ικανό να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί, για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 Μαρτίου 1941 και ένθεν, καθώς στις 26 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο συμμαχικό στρατόπεδο. Εκτιθέμενοι λοιπόν οι Ιταλοί και από τα ανατολικά, σταμάτησαν τις επιθέσεις. Ο Μουσολίνι, με διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του και την πολιτική του θέση, επέστρεψε στη Ρώμη.
Επίλογος
Το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της μεταγενέστερης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, η οποία ματαίωσε οριστικά την προσπάθεια των Ιταλών να παρουσιάσουν ως δική τους, οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης υπήρξε η πρώτη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην πολεμική ιστορία και των δυο αντιπάλων, το Ύψωμα 731 υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πεδία μάχης ολόκληρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά» (κρανίου τόπο) γιατί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το βουνό ανασκάφθηκε από τους βομβαρδισμούς σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα να μεταβληθεί οριστικά η γεωλογική του μορφή. Μπορεί να χαμήλωσε από τους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς πέντε μέτρα, όμως αυτοί που πολέμησαν πάνω του είχαν αποδειχθεί πραγματικοί γίγαντες. Το τίμημα αυτής της μάχης ήταν οι συνολικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων που ανήλθαν σε 1.243 νεκρούς και 4.016 τραυματίες, ενώ των ιταλικών δυνάμεων σε 11.800 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών.
Οι αξιωματικοί και οπλίτες που υπερασπίστηκαν με σθένος και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα, από τον ανώτατο ηγέτη ως τον τελευταίο μαχητή, το ύψωμα 731, καθώς και τα κοντινά υψώματα, δεν έκαναν απλώς το καθήκον τους Με τη θυσία και τη νίκη τους έδωσαν νόημα στην έννοια «κατοχή εδάφους», αντιμετωπίζοντας μάλιστα έναν εχθρό πολλαπλάσιο και καλύτερα εξοπλισμένο. Η εξαιρετική φθορά και οι απώλειες των ιταλικών τμημάτων που επιτέθηκαν στο ύψωμα 731, αιτιολογεί και την απόφασή τους να αναγείρουν στην περιοχή αυτή γενικό μνημείο πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο χώρος απεκλήθη «Ιερή Ζώνη», λόγω των τρομερών απωλειών που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις επιθέσεις για την κατάληψή του.
Γενικό Επιτελείο Στρατού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου