Το γεγονός αυτό είναι
τουλάχιστον λυπηρό, αν όχι εξοργιστικό.
Εδώ γεννιούνται ορισμένα
πολύ σημαντικά ερωτήματα: Ως πότε θα ανεχόμαστε τα “νταηλίκια” της Τουρκίας στο
Αιγαίο; Θα βρεθεί κάποια πολιτική ηγεσία που θα επιβάλει μια εθνική στρατηγική,
πέρα από τα λόγια, ώστε η χώρα να ορθώσει κάποια στιγμή το ανάστημα της
απέναντι στους “νταήδες” της γειτονιάς μας;
Η Τουρκία έχει ως πάγια τακτική, την
πολιτική των αμφισβητήσεων και των προκλήσεων, όχι μόνο αναφορικά με την Ελλάδα
και την Κύπρο, αλλά και με την πλειονότητα των περιοχών που απώλεσε με τις
Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης.
Η Άγκυρα εκμεταλλευόμενη την
αστάθεια και τα κενά ισχύος που έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή, επιχειρεί να
εδραιωθεί, αν όχι ως η περιφερειακή υπερδύναμη της περιοχής, αλλά τουλάχιστον
ως ένας καθοριστικός παράγοντας σε αυτήν.
Έχοντας έναν από τους ισχυρότερους
στρατούς στην περιοχή, μια υπολογίσιμη οικονομία από άποψη μεγεθών (αν και με
πολλά δομικά προβλήματα), μια αναπτυσσόμενη εγχώρια αμυντική βιομηχανία και μια
σχετικά σταθερή κυβερνητική δομή, χρησιμοποιεί την σκληρή ισχύ της για να
εγείρει αξιώσεις και να επιβάλλει τις θέσεις της, κυρίως όπου και όποτε την
“παίρνει”.
Είναι φυσικό, καθώς η Τουρκία έχει
-κατά την γνώμη της- διεκδικήσεις σχεδόν προς όλες τις κατευθύνσεις, ως
αποτέλεσμα της ατιμωτικής -σύμφωνα με τον Ερντογάν- Συνθήκης της Λωζάνης,
δοκιμάζει τα “νερά” και τις αντιδράσεις των γύρω χωρών.
Όπου βρίσκει σθεναρή αντίσταση,
σταματά ή περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις προκλητικές της ενέργειες και εκεί που
δεν βρίσκει ουσιαστική αντίδραση, επιμένει και κλιμακώνει σταδιακά.
Χαρακτηριστικά, είναι τα παραδείγματα των επεισοδίων με χώρες όπως η Ρωσία, το
Ισραήλ και η Συρία, οι οποίες δεν ανέχθηκαν την Τουρκική συμπεριφορά, αλλά και
αντίστοιχα χώρες όπως το Ιράκ που μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ
υπομένει σχεδόν καθημερινά τις τουρκικές εισβολές στο έδαφος του.
Χώρες που δρουν με αυτόν τον τρόπο
καταλαβαίνουν μονάχα τη γλώσσα της ισχύος, επομένως αν θέλουμε να στείλουμε,
όντως, ένα ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία και να σταματήσουμε την προκλητική της
συμπεριφορά πρέπει να βάλουμε κάπου μια κόκκινη γραμμή.
Τώρα, το που θα μπει ακριβώς αυτή η
κόκκινη γραμμή είναι μεγάλη κουβέντα.
Θα αρχίσουμε να καταρρίπτουμε κάθε
τουρκικό μαχητικό που:
εισέρχεται παρανόμως στο FIR Αθηνών;
παραβιάζει τον Εθνικό εναέριο χώρο;
κάνει υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό
έδαφος;
Πρόκειται ξεκάθαρα για μια πολιτική
απόφαση με πανεθνική διάσταση.
Θεωρητικά μια τέτοια απόφαση θα
μπορούσε να ληφθεί από οποιαδήποτε Κυβέρνηση. Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν έχει
υπάρξει κυβέρνηση με το απαραίτητο σθένος και την πολιτική βούληση για να σηκώσει
μόνη της μια τέτοια απόφαση.
Είναι φανερό ότι για να μπορέσει να
ληφθεί μια τέτοια απόφαση απαιτείται μια ευρύτερη πολιτική συμφωνία. Θα πρέπει
επιτέλους να υπάρξει μια εθνική συνεννόηση, μεταξύ όλων των δημοκρατικών
πολιτικών δυνάμεων της χώρας, στα θέματα που αφορούν τόσο την εξωτερική πολιτική, όσο την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας.
Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, στο
σύνολό τους, θα πρέπει, ξεπερνώτνας τις μικροπολιτικές λογικές και
σκοπιμότητες, να πάρουν την απόφαση για το ποια θα είναι ακριβώς αυτή η στάση
μας απέναντι στην Τουρκία και τις κλιμακούμενες προκλήσεις της, η οποία θα
κοινοποιηθεί τόσο στην Άγκυρα, όσο και στους Συμμάχους μας.
Σαφώς μια τέτοια απόφαση δεν είναι
εύκολη, ούτε λαμβάνεται από την μια μέρα στην άλλη και σίγουρα ενέχει ρίσκο και
δυνητικό κόστος, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν.
Προφανώς για να γίνει μια τέτοια
κίνηση, θα πρέπει να προϋπάρχει συνεννόηση με τους συμμάχους μας -ιδιαίτερα με
την Κύπρο και τις ΗΠΑ- και σίγουρα θα πρέπει να κλείσουν κάποια ζητήματα που
αφορούν τους εξοπλισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως το να γίνουν επιχειρησιακά
λειτουργικά μια σειρά οπλικών συστημάτων που έχουν περιέλθει σε αδράνεια, όπως
αυτά που βρίσκονται στην Κρήτη, αλλά και η αγορά νέων οπλικών συστημάτων που
δεν θα επιτρέψουν το περεταίρω άνοιγμα της ψαλίδας με την Άγκυρα.
Τα στελέχη των Ελληνικών Ενόπλων
Δυνάμεων, με επαγγελματισμό και αυτοθυσία καλύπτουν την μέχρι στιγμής μικρή
διαφορά ικανοτήτων, όμως χωρίς τον εξοπλισμό και την ενίσχυση των Ελληνικών ΕΔ
με νέα και εξελιγμένα οπλικά συστήματα, κάτι τέτοιο μπορεί να μην είναι εφικτό
σε μερικά χρόνια.
Επίσης, θα πρέπει ο ελληνικός λαός
να στηρίξει μια τέτοια επιλογή και να είναι έτοιμος να επωμιστεί το δυνητικό
κόστος μιας τέτοιας απόφασης.
Βέβαια, όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν
σε μια χώρα που απλούστερα ζητήματα, όπως πχ. η δημιουργία ΧΥΤΑ, για τα οποία
πληρώνουμε κάθε χρόνο μεγάλα πρόστιμα στην ΕΕ, παραμένουν άλυτα εδώ και χρόνια.
Ο
Δημοσθένης Δ. Δημόπουλος είναι
διεθνολόγος-γεωπολιτικός αναλυτής, Επικεφαλής της Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής
Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και
Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
ONALERT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου