Αν οι συγκυρίες θα ήταν διαφορετικές η Βόρεια Ήπειρος θα ήταν αναπόσπαστο μέρος της Ελλάδος. Δεν θα γράφονταν μια ιστορία κομμουνιστικών τερτιπιών, φυλακίσεων, εξοριών και θανατώσεων, αλλά μια ιστορία ελεύθερων πολιτών μιας ελεύθερης, δημοκρατικής χώρας, ενός κορμού με όλους τους κλάδους του. Ούτε Βορειοηπειρωτικό θέμα θα υπήρχε.Αλλά την ιστορία άλλοι την χαράζουν.
Οι τρανοί, οι δυνατοί. Στα μέτρα τους. Στα δικά τους συμφέροντα. Δεν υπολογίζουν πόσοι αδικούνται και πόσοι υποφέρουν. Πόσοι φοβούνται και την ίδια τη μοίρα τους. Αυτό συνέβαινε πάντα, αυτό συμβαίνει και τώρα. Μπαλάκι τους μεταχειρίστηκε η καψούρα η ιστορία τους Βορειοηπειρώτες. Στοιβαγμένους μέσα σε στρούγκα (γκέτο το είπαν αργότερα), νεροκαμένους για ελευθερία, ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα. Ανά πάσα στιγμή η Λερναία Ύδρα ν’ άρπαζε όποιον και όσους ήθελε και να τους καταβρόχθιζε. Και καταβρόχθισε πολλούς. Πάρα πολλούς. Ζώντας, οι άνθρωποι αυτοί, με τη μητριά και μηρυκάζοντας την μητέρα. Πάντα σε αγωνία. Πάντα με την προσευχή στον Μεγαλοδύναμο να φέρει το ποθούμενο. Εκεί δάκρυζαν και εκεί χαμογελούσαν.
Ήλπισαν με τον Αυτονομικό Αγώνα, την Κυβέρνηση του Ζωγράφου και το Πρωτόκολλο της Κερκύρας. Έσβησε γρήγορα ο λύχνος.
Ήλπισαν με τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο και έβλεπαν τα λεβεντοπαλίκαρα ελληνόπουλα ως σωτήρες τους.
Ήλπισαν (έναν αιώνα) σ’ ένα υπογραμμένο Πρωτόκολλο και στις υποσχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τίποτε. Χαμένες ελπίδες. Ξανά στην στρούγκα. Και τι στρούγκα. Συρματοπλεγμένη, ηλεκτροφόρα.
Ήρθε και η στιγμή που άνοιξε η στρούγκα και έπεσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Μπουλούκια μπουλούκια (το μέγα λάθος που έγινε) οι Βορειοηπειρώτες θέλησαν να γευτούν τον απαγορευμένο καρπό. Την ελευθερία, την δημοκρατία και να μην μηρυκάζονταν πλέον την Μητέρα. Να την προσφωνούσαν με δυνατή φωνή. Μεγαλοφώνως.
Δεν είναι αχάριστοι οι Βορειοηπειρώτες. Ευγνωμονούν τον ελληνικό λαό που τους περίμενε αδελφικά και πονετικά και δημιούργησαν σχέσεις στοργικές.
Μπήκε, όμως, και το αλβανικό εγκληματικό στοιχείο στην Ελλάδα. Χάλασε και η εικόνα του Βορειοηπειρώτη. «Όλοι Αλβανοί είστε», άρχισαν οι πρώτοι ψίθυροι. Ψίθυροι που τους εκμεταλλεύτηκαν και οι υπάλληλοι στις κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες. Για να σου κάνουν το βίο αβίωτο.
Και η Πολιτεία; Αν θα εξαιρέσουμε δηλώσεις, όταν παραβιάζονται έντονα τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών, απαθής. «Να τους συγκεντρώσουμε σ’ ένα ξερονήσι, να ησυχάσουμε», τόνισε ο Πάγκαλος, κάποτε, με τα «σοφά» που ξεστομίζει.
«Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου δεν είναι χειρότεροι από τους άλλους Έλληνες και ζητούν από την Ελληνική Κυβέρνηση να τους σεβαστεί και να τους συμπαρασταθεί όπως τους Πόντιους, τους Κύπριους που πολύ καλά κάνει. Γι’ αυτό απαιτούμε να εφοδιαστούνε όλοι με ετήσια βίζα. Να ανοίξουν αύριο κιόλας προξενεία στο Αργυρόκαστρο και τους Αγίους Σαράντα. Να ανοίξουν κιόλας νέες διαβάσεις. Να γίνουν επενδύσεις. Να σταλθούν ανθρωπιστικές βοήθειες. Αλλιώς σύντομα θα γραφτεί το ελεγείο για μια ακόμα χαμένη πατρίδα…».
Με τέτοιου είδους ανακοινωθέν και διαμαρτυρίες της Ομόνοιας προς την Ελληνική Πολιτεία, φθάσαμε στην ετήσια βίζα, στο πρώτο Ειδικό Δελτίο Ομογενούς με δεκάχρονη ισχύ παραμονής και εργασίας και μέχρι την πολιτογράφηση, για να γίνουν οι Βορειοηπειρώτες και de juro Έλληνες πολίτες.
Μεγάλο κατόρθωμα και συχαρίκι ήταν και το επίδομα του ΟΓΑ. Ένα επίδομα που είχε περισσότερο πολιτικό και εθνικό χαρακτήρα, παρά οικονομικό.
Το αποτέλεσμα ενθαρρυντικό. Ανακαινίστηκαν τα χωριά μας. Έμειναν εδώ οι γερόντοι. Ερχόντουσαν εδώ τα εγγόνια όλο το καλοκαίρι. Ο τόπος είχε ζωή. Ο αλβανικός εθνικισμός βούιζε από ζήλια. Χαμογελούσαν υπερήφανοι οι υπερήλικοι: «Είμαστε Έλληνες και ήρθε η μέρα μας!»
Μια σκέτη κοροϊδία σήμερα
Με μια τσεκουριά έδωσε τέλος στο επίδομα αυτό ο κ. Σαμαράς. Απογοήτευση στον Βορειοηπειρωτικό κόσμο. Έτριψαν τα χέρια οι Αλβανοί.
Ήρθε η κυβέρνηση Τσίπρα. «Θα διορθώσουμε την αδικία και θα ξαναπάρουν οι υπερήλικοι Βορειοηπειρώτες το επίδομα του ΟΓΑ», είπαν και μάσε ψήφους από τους κακόμοιρους Βορειοηπειρώτες.
Πέρασαν τρία χρόνια και μια σκέτη κοροϊδία. Βγαίνουν εγκύκλιοι και ζητούν λαγούς με πετραχήλια. Τρέχουν οι Βορειοηπειρώτες. Με τα έγγραφα στα χέρια. Γεμάτοι οι αυλόγυροι των αλβανικών τραπεζών. Γεμάτα τα Ελληνικά Προξενεία και η Πρεσβεία στα Τίρανα. Ένα κάρο λεφτά. Σαν δεν φτάνουν οι εδώ ταλαιπωρίες, έχουν ν’ αντιμετωπίσουν και τους ανταποκριτές. Μερικοί, από τους οποίους με σατανική ψυχή. Χαίρονται να ταλαιπωρούν. Χαμογελούν κάτω από τη μύτη.
«Θέλουμε βεβαίωση πού κατοικείτε και να το δικαιολογείτε». Που σημαίνει σήκω και φύγε. Ξεκλήρισμα από τον τόπο σου. Σωστό εθνικό έγκλημα.
«Θέλουμε χαρτί από την ελληνική αστυνομία πότε μπήκατε στην Ελλάδα». «Μα έχω το διαβατήριο». «Όχι, από την αστυνομία».
Σε δεύτερο ειδοποιητήριο: «Θέλουμε τις σελίδες του διαβατηρίου, ή βεβαίωση από την ελληνική προξενική αρχή, πότε πήρες τη βίζα». Μα το έγγραφο της αστυνομίας; Δεν είναι ελληνικός φορέας; Δεν είναι εμπιστευτικός;
Και η γραφειοκρατία καλά κρατεί. Η ταλαιπωρία στο μεγαλείο της. Το αποτέλεσμα μηδαμινό. Αν είσαι τυχερός…(μέχρι τώρα μετρημένοι στα δάκτυλα) θα μπορέσεις να πάρεις 30-60 ευρώ.
Οι Βορειοηπειρώτες τρέχουν. Τρέχουν και δεν φτάνουν, για να συμπληρώσουν τις τρελές απαιτήσεις των ανταποκριτών του ΟΓΑ, με την ευλογία της Κυβέρνησης.
Τρέχουν σαν η αλεπού πίσω από το κριάρι. «Α, εδώ θα πέσουν… α, εκεί θα πέσουν».
Βαγγέλης Παπαχρήστος /
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου